- υποτροπή
- récidive
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ὑποτροπή — a turning back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτροπή — (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική… … Dictionary of Greek
ὑποτροπῇ — ὑποτροπάζω return fut ind mid 2nd sg (doric) ὑποτροπάζω return fut ind act 3rd sg (doric) ὑποτροπή a turning back fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτροπή — η 1. επάνοδος στα ίδια, επανεμφάνιση, επανάληψη. 2. (ιατρ.), η επανεμφάνιση της ίδιας αρρώστιας μετά την ανάρρωση, υποτροπίαση, υποτροπιασμός, το ξανακύλισμα. 3. (νομ.), η επανάληψη της ίδιας αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποτροπαί — ὑποτροπή a turning back fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποτροπήν — ὑποτροπή a turning back fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποτροπικός — (I) ή, ό / ὑποτροπικός, ή, όν, ΝΑ [ὑποτροπή] (για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους. (II) ή, ό, Ν 1. (γεωγρ. μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές… … Dictionary of Greek
έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… … Dictionary of Greek
ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
ανακύλισμα — το [ανακυλίω] 1. ανατροπή, αναποδογύρισμα 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. βαθύ σκάψιμο τής γης … Dictionary of Greek
αναμιμνήσκω — (Α ἀναμιμνήσκω) Ι. ενεργ. 1. θυμίζω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τόν κάνω να θυμηθεί 2. ανακαλώ στη μνήμη, μνημονεύω, αναφέρω 3. (το αρσ. τής μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀναμιμνήσκων άτομο με καθήκοντα υπενθυμίσεως ΙΙ. παθ. 1. θυμάμαι, φέρνω στο μυαλό μου 2 … Dictionary of Greek